Αταξία στη Σχολική Τάξη: Αιτιολογία και Τρόποι Αντιμετώπισης

Εισαγωγή

Είναι γνωστό σε όλους ότι οι έφηβοι αναζητούν την ταυτότητά τους και προσπαθούν να δώσουν το στίγμα τους μέσα στις ομάδες στις οποίες ανήκουν. Σε αυτήν τους την προσπάθεια, λοιπόν, άλλοτε επιτυγχάνουν να επιβάλλουν την παρουσία τους με τη συνεισφορά τους στην κοινότητα προβάλλοντας τις θετικές τους πλευρές, και άλλοτε αποτυγχάνουν, καθώς υιοθετούνται αρνητικοί τρόποι επικοινωνίας, που δημιουργούν αταξία και παρέκκλιση από τη δημιουργική διαδικασία μάθησης και συνύπαρξης. Η αντικοινωνική και αποκλίνουσα συμπεριφορά των μαθητών/τριών στο σχολικό χώρο, είτε εμφανίζει βίαιες εκδηλώσεις είτε όχι, αποτελεί ένα φαινόμενο πολύπλοκο και δύσκολο στη διερεύνησή του, με πολλαπλές αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο σχολείο όσο και στην ευρύτερη κοινότητα. Τα φαινόμενα αυτά αξίζει να μελετηθούν διεξοδικά, να θεωρηθούν ως συμπτώματα βαθύτερων προβλημάτων και δομικών ελλείψεων της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού σχολείου και να αναζητηθούν οι βαθύτερες αιτίες τους.

Έννοια και μορφές παραβατικής συμπεριφοράς

            Στη βιβλιογραφία υπάρχει μια μεγάλη ποικιλομορφία των όρων που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή του φαινομένου που μελετάμε, όπως αντικοινωνική, επιθετική, παραβατική ή αποκλίνουσα συμπεριφορά. Έτσι, ως αντικοινωνική συμπεριφορά ορίζεται αυτή που προκύπτει από την έλλειψη ικανότητας του ατόμου να σεβαστεί τα δικαιώματα των άλλων (επίθεση, βανδαλισμός, εμπρησμός, κλοπή), να συμμορφωθεί με τους κοινωνικούς κανόνες ή τέλος, από την αδυναμία του ατόμου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αρχών της εξουσίας (αντίθεση/αντίδραση, πρόκληση, διαφωνία) (Frick, 1998, όπως αναφέρεται στο Fortin, 2003). Η επιθετική συμπεριφορά διακρίνεται σε βία κατά προσώπου (που περιλαμβάνει εκφοβισμό έως και σοβαρό τραυματισμό, βανδαλισμούς) και βία κατά του εαυτού (αυτοκαταστροφικότητα). Τέλος, παραβατική ή αποκλίνουσα συμπεριφορά θεωρείται η διαταραγμένη συμπεριφορά, η εγκληματική ή και η αρρωστημένη συμπεριφορά (Παπαδόπουλος, 2005). Για τη σχολική παιδαγωγική υπάρχουν δύο είδη διαταραχών (αποκλίσεων), οι διαταραχές μάθησης και οι διαταραχές συμπεριφοράς, οι οποίες εμφανίζονται συχνά μαζί σε ένα μαθητή και αρκετές φορές η μια κατηγορία προϋποθέτει την άλλη ( Κωνσταντίνου, 1990).

Σύμφωνα με τον Ματσαγγούρα (1999), στην ελληνική πραγματικότητα οι τύποι αποκλίνουσας συμπεριφοράς που αναφέρονται στο σχολικό πλαίσιο σχετίζονται κυρίως με:

  • Προβλήματα σχετικά με το μάθημα: έλλειψη προσοχής, μη ολοκλήρωση των σχολικών εργασιών και μη συμμόρφωση με τις οδηγίες και τις εντολές του εκπαιδευτικού.
  • Προβλήματα συμπεριφοράς μέσα στην τάξη: δεν ζητάει το λόγο (ο μαθητής ?πετάγεται?), συζητάει με τους συμμαθητές του για θέματα εκτός του μαθήματος, ενοχλεί τους διπλανούς με θορύβους, πειράγματα, μορφασμούς κ.ά., διακόπτει τους άλλους όταν μιλάνε, δεν συνεργάζεται στο πλαίσιο των ομάδων, πετάει μικροαντικείμενα στους άλλους, έρχεται καθυστερημένα στο μάθημα, εγκαταλείπει χωρίς λόγο ή άδεια το θρανίο του ή εξέρχεται από την τάξη, χρησιμοποιεί εριστική, υβριστική ή απειλητική γλώσσα κατά την επικοινωνία του τόσο με τους συμμαθητές του, όσο και με τους εκπαιδευτικούς και απουσιάζει αδικαιολόγητα.
  • Προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ συμμαθητών μέσα και έξω από τη σχολική αίθουσα: εμπλοκή σε λεκτικούς διαξιφισμούς, εμπλοκή σε σωματικές ? βίαιες επιθέσεις, ψεύδη κατά συρροή, κλοπή αντικειμένων άλλων.

Ο Mayer (1995) αναφέρει ότι τα προβλήματα συμπεριφοράς στα σχολεία εμπίπτουν συνήθως σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες:

α. Επιθετικότητα β. Βανδαλισμός γ. Παραβίαση κανόνων δ. Αμφισβήτηση της εξουσίας των ενηλίκων ε. Καταπάτηση των κοινωνικών ηθών και εθίμων.

Αίτια μαθητικής αταξίας

Η αταξία που αναιρεί τις συνθήκες διδασκαλίας παλιότερα αποδιδόταν στα παθολογικά στοιχεία της παιδικής φύσης και για αυτό η οικογένεια και το σχολείο χρησιμοποιούσαν διάφορες ψυχολογικές και σωματικές ποινές για να ξεριζώσουν τα ψυχικά ελαττώματα και να επιβάλλουν την πειθαρχία. Τον τελευταίο αιώνα όμως, μελέτες και έρευνες έδειξαν ότι η παραβατική συμπεριφορά δεν είναι εκδήλωση μιας εγγενούς παθογένειας του παιδιού, αλλά είναι άλλοτε αποτέλεσμα παιδικής αδυναμίας και άλλοτε έκφραση διαμαρτυρίας. Τις θέσεις αυτές εκφράζουν αντίστοιχα η Θεωρία της Ελλειμματικότητας και η Θεωρία της Ικανοποίησης των Αναγκών.

Σύμφωνα με τη Θεωρία της Ελλειμματικότητας, η αταξία αποδίδεται στην αναπτυξιακή αδυναμία του παιδιού να οργανώσει και να εκφράσει αποτελεσματικά τη συμπεριφορά του. Η θεωρία αυτή διατυπώθηκε από τον 16ο αιώνα από τον γνωστό παιδαγωγό Durkheim. Απόσπασμα από τον παιδαγωγικό κώδικα της εποχής αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «Μόνο ο χρόνος θεραπεύει από την παιδική ηλικία και τη νεότητα, ηλικίες ατελείς από όλες τις πλευρές» (Aries, 1997). Οι ατέλειες αυτές αφορούν τόσο τις κοινωνικές δεξιότητες που απαιτεί η κοινωνική συνύπαρξη όσο και τη θεωρητική αδυναμία του παιδιού να προβεί σε ηθικές κρίσεις ανωτέρου επιπέδου. (Μακρυνιώτη, 1997).

Κατά τη Θεωρία της Ικανοποίησης των Αναγκών το παιδί γεννιέται με πολλές   δυνατότητες, επειδή, όμως, αυτές βρίσκονται σε πορεία ανάπτυξης, έχουν ανάγκη από την κατάλληλη στήριξη, που δεν τη βρίσκει στο άμεσο περιβάλλον. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν την θεωρία, η αταξία αποδίδεται στη μη ικανοποίηση βασικών αναγκών του μαθητή και αποτελεί μια μορφή διαμαρτυρίας αλλά και μία ύστατη προσπάθειά του να ικανοποιήσει με μη αποδεκτούς τρόπους ανάγκες που δεν ικανοποιήθηκαν στην τάξη. Και στις δύο θεωρίες αναγνωρίζεται η αδυναμία του μαθητή να αναπτύξει αποτελεσματικότερες μορφές συμπεριφοράς. Οι δύο αυτές θεωρίες εξηγούν τις πρωτογενείς αιτίες της μαθητικής αταξίας, υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες που επιδεινώνουν την κατάσταση και οδηγούν σε εντονότερα προβλήματα συμπεριφοράς.

Στρατηγικές πρόληψης της παραβατικής συμπεριφοράς

Aσπαζόμαστε την άποψη των Apter και Conoley (1984) ότι η προβληματική συμπεριφορά δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως «ασθένεια» που «κατοικεί» μέσα στο σώμα του παιδιού αλλά ως δυσαρμονία του συστήματος και αποτέλεσμα κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Έτσι, παραθέτουμε μερικές ιδέες για δράσεις και στρατηγικές που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν από τους σχολικούς οργανισμούς, ώστε αυτοί να μετατραπούν στα λεγόμενα αποτελεσματικά σχολεία, όπου παρουσιάζονται υψηλές επιδόσεις των μαθητών αλλά ελάχιστα προβλήματα συμπεριφοράς και φαινόμενα παραβατικότητας και εκφοβισμού:

  1. Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, ώστε να είναι σε θέση να διαχειριστούν αποτελεσματικά τις προβληματικές συμπεριφορές των μαθητών τους. Θεωρώντας ότι οι εκπαιδευτικοί είναι ο βασικός παράγοντας για τη μείωση επιθετικότητας στα σχολεία τονίζουμε ότι θα πρέπει να θέτουν ξεκάθαρους κανόνες για την αποδεκτή συμπεριφορά και συνέπειες για όλους με προβληματική συμπεριφορά. Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να είναι να σε θέση, σε συνεργασία με τους σχολικούς ψυχολόγους να εντοπίζουν εγκαίρως τα προβλήματα, ώστε να εντοπιστούν τα παιδιά που βιώνουν καταστάσεις που μπορεί να είναι στρεσογόνες ή να αποτελούν γόνιμο έδαφος για ψυχοπαθολογικές συμπεριφορές, όπως η βία και η επιθετική συμπεριφορά. Η πολιτεία καλείται φυσικά να διευκολύνει το έργο τους προσφέροντας ανάλογες δυνατότητες και διευκολύνσεις και να μην αφήνει τον εκπαιδευτικό μόνο του σε αυτή την προσπάθεια ( Γαλάνης, 1990). Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η ποιοτική διδασκαλία καθώς και η δημιουργία παιδαγωγικών προτύπων βοηθούν τον μαθητή να αναπτύξει τις δεξιότητές του, να χρησιμοποιήσει την κρίση, τη φαντασία και τη δημιουργικότητά του, να μάθει να συνεργάζεται και να βρίσκει ενδιαφέρον στη σχολική τάξη.
  2. Επιμόρφωση των Διευθυντών των Σχολείων και Διευθυντών Εκπαίδευσης, οι οποίοι στερούνται βασικών γνώσεων σε θέματα διοίκησης, στελέχωσης και σχολικής ψυχολογίας, ώστε να λειτουργήσουν ως ηγέτες της εκπαίδευσης και να αποπέμψουν τη φιλοσοφία του δημόσιου υπάλληλου. Επίσης, η έλλειψη εκπαίδευσης ως προς τα προβλήματα συμπεριφοράς των μαθητών και οι άστοχοι χειρισμοί τούς κάνουν το πρόβλημα ακόμα χειρότερο.
  3. Ομάδες Συμβουλευτικής και Μελέτης Παιδιών στα Σχολεία: πρόκειται για ομάδες όπου ειδικοί, όπως ψυχολόγοι, ειδικοί παιδαγωγοί, δάσκαλοι, διευθυντές ίσως και σχολικοί σύμβουλοι να συσκέπτονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα και να συζητούν για θέματα συμπεριφοράς και μάθησης των μαθητών τους. Ο στόχος των ομάδων θα είναι η καλύτερη κατανόηση των συμπεριφορών των μαθητών και η έγκαιρη παρέμβαση με συγκεκριμένα πλάνα δράσης.
  4. Θετικό  σχολικό κλίμα: το σχολικό κλίμα ορίζεται ως το σύνολο των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ψυχολογικών, ακαδημαϊκών και φυσικών παραμέτρων του σχολικού περιβάλλοντος (Μαρούδας &Μπελαδάκης, 2006). Είναι η συγκεκριμένη ζωή που δίνουν στους απρόσωπους θεσμικούς κανόνες του σχολείου οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές με τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Μερικοί παράγοντες που συντελούν στη δημιουργία θετικού κλίματος είναι: (α) Προσδοκίες για υψηλές επιδόσεις των μαθητών, (β) συνεργατική ατμόσφαιρα στη λήψη αποφάσεων, (γ) ισότητα και δικαιοσύνη, (δ) τάξη και πειθαρχία, (ε) γονεϊκή εμπλοκή,(στ) αγαστές σχέσεις σχολείου-κοινότητας, (ζ) αφοσίωση διδασκόντων στην εξέλιξη μαθητών,  (η) προσδοκίες δασκάλων, (θ) ηγεσία, (ι) σχολικό κτίριο, (ια) μοίρασμα και πρόσβαση σε διαθέσιμους πόρους, (ιβ) φροντίδα και ευαισθησία, (ιγ) διαπροσωπικές σχέσεις μαθητών μεταξύ τους και τέλος (ιδ) διαπροσωπικές σχέσεις μαθητών και διδασκόντων. (Καψάλης, 2005)
  5. Συνεργασία με την οικογένεια: Για την αντιμετώπιση της σχολικής παραβατικότητας καθοριστικές θεωρούνται και οι καλές σχέσεις συνεργασίας και εμπιστοσύνης σχολείου και οικογένειας. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη η ενημέρωση των γονέων και η επιμόρφωσή τους, ώστε να μάθουν να χειρίζονται προβληματικές συμπεριφορές των παιδιών τους και να διδαχτούν εναλλακτικούς τρόπους θετικής πειθαρχίας με την αποφυγή ακραίων τιμωρητικών λύσεων, που μπορεί να οδηγήσουν σε επιθετική συμπεριφορά στο σχολείο αργότερα. Τέλος, πριν αποφασιστούν οι δράσεις για την επίλυση προβλημάτων συμπεριφοράς, επιθετικότητας και παραβατικότητας είναι απαραίτητη η συνεργασία με την οικογένεια, με απώτερο σκοπό να κατανοηθεί συνολικά η συμπεριφορά του παιδιού (Christenson & Buerkle, 1999).